Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιστόμιο
1 εγγραφή
επιστόμιο το [epistómio] Ο40 : 1.(λόγ.) ονομασία εξαρτήματος που χρησιμοποιείται για να κλείνει το στόμιο δοχείου, σωλήνα κτλ.: ~ φιάλης, πώμα. || (μηχ.) βαλβίδα. 2. το τμήμα ορισμένων αντικειμένων που κατά τη χρήση τους έρχεται σε επαφή με το στόμα: Tο ~ του κλαρίνου / του φλάουτου / της πίπας.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιστόμιον (στη σημ. 2)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες