Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκέπτομαι
1 εγγραφή
επισκέπτομαι [episképtome] Ρ4β : κάνω επίσκεψη. α. πηγαίνω σε άλλον τόπο ιδίως με σκοπό τη γνώση ή την αναψυχή: ~ μια χώρα / μια πόλη / μια έκθεση / ένα βιβλιοπωλείο. Yπάρχουν Aθηναίοι που δεν έχουν επισκεφθεί την Aκρόπολη. β. (συνήθ. για κπ. ιεραρχικά ανώτερο) πηγαίνω στο χώρο λειτουργίας ορισμένης υπηρεσίας κτλ.: Ο υπουργός άμυνας θα επισκεφθεί στρατιωτικές μονάδες. γ. κάνω επίσκεψη σε κπ., πηγαίνω στο χώρο που αυτός βρίσκεται, ιδίως κατοικεί ή εργάζεται: Σε επισκέφτηκα χτες αλλά δε σε βρήκα. Εμπορικός αντιπρόσωπος που επισκέπτεται τους πελάτες του. Επισκέπτεται φυλακισμένους / γηροκομεία. Ο ξένος επίσημος επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. || (ειρ., για κπ. ή για κτ. ανεπιθύμητο): Mας επισκέφτηκε ένας κλέφτης / ο δοσατζής / η γρίπη.

[λόγ. < αρχ. ἐπισκέπτομαι `παρατηρώ, επιθεωρώ΄ κατά την αλλ. της σημ. του επισκέπτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες