Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμέλεια
1 εγγραφή
επιμέλεια η [epimélia] Ο27 : 1α.φροντίδα για κτ. και ιδίως για ένα συγκεκριμένο τομέα στα πλαίσια μιας εργασίας: H ~ της έκδοσης ενός βιβλίου, φροντίδα για το περιεχόμενο και τη μορφή του. Φιλολογική / καλλιτεχνική ~. H ~ του ήχου σε μια ραδιοφωνική / τηλεοπτική εκπομπή. β. (νομ.) φροντίδα για πρόσωπο που δεν έχει δικαιώματα δικαιοπραξίας: H ~ ενός ανηλίκου / ψυχοπαθούς (προσώπου). Tο δικαστήριο αναθέτει την ~ των ορφανών σε στενό συγγενή τους. 2. έντονη και συνεχής φροντίδα, ενδιαφέρον και προσπάθεια κάποιου να κάνει αυτό που οφείλει. ANT αμέλεια: Δείχνει ~ στις σπουδές του. Bραβεύτηκε για το ήθος και την επιμέλειά του.

[λόγ. < αρχ. ἐπιμέλεια (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες