Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιλαχών ο [epilaxón] θηλ. επιλαχούσα [epilaxúsa] Ο (βλ. Ε12α) : αυτός που σε μια διαδικασία επιλογής (διαγωνισμό, εκλογές κτλ.) δε συμπεριλαμβάνεται σε αυτούς που έχουν επιλεγεί, βρίσκεται όμως σε τέτοια σει ρά, ώστε να δικαιούται να συμπεριληφθεί αργότερα, αν κενωθεί κάποια θέση ή δημιουργηθεί μια νέα: Πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~. || (ως επίθ.): ~ βουλευτής / φοιτητής.
[λόγ. < αρχ. ἐπιλαχών μτχ. αορ. του ἐπιλαγχάνω `διαδέχομαι κπ. όταν κενωθεί η θέση΄· λόγ. επιλαχ(ών) -ούσα]