Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επιδοκιμασία η [epiδokimasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδοκιμάζω. ANT αποδοκιμασία: ~ μιας γνώμης / μιας πρότασης. Tο σχέδιο για πραξικόπημα είχε τη σιωπηρή ~ του αρχηγού της αντιπολίτευσης.
[λόγ. επιδοκιμά(ζω) -σία]



