Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιδίδω [epiδíδo] -ομαι Ρ πρτ. επέδιδα, αόρ. επέδωσα, απαρέμφ. επιδώσει, παθ. αόρ. επιδόθηκα, απαρέμφ. επιδοθεί : παραδίδω κτ. σε κπ. συνήθ. με επίσημο τρόπο: Οι νέοι πρεσβευτές επέδωσαν τα διαπιστευτήριά τους στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Tου επιδόθηκε κλήση για να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο. H συστημένη επιστολή επιδίδεται ιδιοχείρως στον παραλήπτη.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδίδωμι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δίδωμι > δίδω]



