Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιδέχομαι [epiδéxome] Ρ3β (ιδ. στο γ' πρόσ. και στο ενεστ. θ.) : για κτ. που είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ορισμένης ενέργειας, να υποστεί κτ., επιτρέπω: Aγροτικά προϊόντα όπως η ελιά δεν επιδέχονται μηχανική καλλιέργεια. Xωρίο αρχαίου κειμένου που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. H εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή. Kατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδέχομαι]