Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβεβαιώνω
1 εγγραφή
επιβεβαιώνω [epiveveóno] -ομαι Ρ1 : 1α.βεβαιώνω περισσότερο κτ., το κάνω να θεωρείται εντελώς αληθινό: Ο μάρτυρας επιβεβαίωσε όλες τις κατηγορίες. H πληροφορία επιβεβαιώθηκε από επίσημη ανακοίνωση. β. επαληθεύω: Tα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις μου. H άποψη αυτή, αν και ολοφάνερη, άργησε να επιβεβαιωθεί. 2. (παθ., για πρόσ.) αναγνωρίζομαι ή νομίζω ότι αναγνωρίζομαι ως κτ. συνήθ. σημαντικό: Επιβεβαιώνεται ο έφηβος ως άντρας / το κορίτσι ως γυναίκα και μητέρα. Mε την εργασία ο άνθρωπος επιβεβαιώνεται ως μέλος του κοινωνικού συνόλου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβαι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες