Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανδρώνω
1 εγγραφή
επανδρώνω [epanδróno] -ομαι Ρ1 : α.ιδίως για μονάδα εργασίας, την εφοδιάζω με τα πρόσωπα που χρειάζονται για τη λειτουργία της· στελεχώνω: Nοσοκομείο επανδρωμένο με όλο το αναγκαίο προσωπικό. β. (μππ.) που έχει μέσα έναν ή περισσότερους ανθρώπους: Επανδρωμένο διαστημόπλοιο. Mη επανδρωμένη πτήση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπανδρ(ῶ) `γεμίζω με ανθρώπους΄ -ώνω σημδ. αγγλ. man]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες