Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαιτεία
1 εγγραφή
επαιτεία η [epetía] Ο25 : (λόγ.) η ζητιανιά: Aπαγορεύεται η ~. Kαταδικάστηκε για εξώθηση ανηλίκου σε ~. ΦΡ περιφέρω το δίσκο* της επαιτείας.

[λόγ. επαιτ(ώ) -εία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες