Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξόρυξη
1 item total
εξόρυξη η [eksóriksi] Ο33 : 1.το σύνολο των εργασιών με τις οποίες βγάζουν από το υπέδαφος μεταλλεύματα ή χρήσιμα πετρώματα: ~ σιδήρου / χαλκού / άνθρακα / πολύτιμων λίθων. 2. (λόγ., ιατρ.) ~ του οφθαλμού, βίαιη εξαγωγή ή χειρουργική αφαίρεση του βολβού του ματιού.

[λόγ. < ελνστ. ἐξόρυξις `σκάψιμο΄ (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go