Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξπρές
4 εγγραφές [1 - 4]
εξπρές [eksprés] Ε (άκλ.) : α.που εξασφαλίζει γρηγορότερη μεταφορά, εξυπηρέτηση, αποστολή από ένα άλλο αντίστοιχο μέσο: Tρένο / λεωφορείο ~, που κάνει λίγες ή καθόλου στάσεις και γι΄ αυτό φτάνει πιο γρήγορα στον προορισμό του· (πρβ. ταχεία). Ένα ~ γράμμα / ταχυδρομικό δέμα, επείγον. || (ως ουσ.) το εξπρές, για εξπρές τρένο, λεωφορείο κτλ. β. (ως επίρρ.): Tο δέμα πρέπει να το έχω αύριο· στείλ΄ το ~.

[λόγ. < γαλλ. express < αγγλ. express train]

εξπρεσιονισμός ο [ekspresionizmós] Ο17 : καλλιτεχνική τεχνοτροπία, ιδίως στις εικαστικές τέχνες, που χαρακτηρίζεται από έμφαση στην έκφραση του ψυχικού κόσμου και αδιαφορία για την αντικειμενική πραγματικότητα: Θεμελιωτές / οπαδοί του εξπρεσιονισμού. Ο ~ στη ζωγραφική / στη γλυπτική. Γερμανικός / φλαμανδικός ~. Ο ~ στη λογοτεχνία / στο θέατρο / στον κινηματογράφο.

[λόγ. < γαλλ. expressionisme (-isme = -ισμός)]

εξπρεσιονιστής ο [ekspresionistís] Ο7 θηλ. εξπρεσιονίστρια [ekspresioní stria] Ο27 : καλλιτέχνης που ακολουθεί την τεχνοτροπία του εξπρεσιονισμού: Γερμανοί / Φλαμανδοί εξπρεσιονιστές. || (ως επίθ.): Ένας ~ ζωγράφος / γλύπτης.

[λόγ. < γαλλ. expressioniste (-iste = -ιστής)· λόγ. εξπρε σιονισ(τής) -τρια]

εξπρεσιονιστικός -ή -ό [ekspresionistikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από τον εξπρεσιονισμό: Εξπρεσιονιστική ζωγραφική / γλυπτική. Εξπρεσιονιστικό έργο / κίνημα. Εξπρεσιονιστικές τάσεις στη λογοτεχνία / στο θέατρο. Ο ~ κινηματογράφος. εξπρεσιονιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εξπρεσιονιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες