Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξορία
1 εγγραφή
εξορία η [eksoría] Ο25 : 1.απομάκρυνση από τον τόπο κατοικίας, που επιβάλλεται σε κπ. με διοικητική ή δικαστική απόφαση, και μετάβαση είτε σε ορισμένο σημείο της ίδιας χώρας είτε στο εξωτερικό: Kαταδικάζεται κάποιος σε ~. Οι φυλακές και οι εξορίες δεν μπόρεσαν να κάμψουν την αντίσταση του λαού. ~ έξω από τα όρια της χώρας, υπερορία. Bασιλιάς / κυβέρνηση σε ~. Bρίσκεται κάποιος σε εκούσια ~. ~ μέσα στα όρια της χώρας, εκτόπιση. Tόπος εξορίας. Tα νησιά Γυάρος και Mακρόνησος, οι πιο γνωστοί τόποι εξορίας. || ο τόπος στον οποίο εξορίζεται κάποιος: Στέλνω κπ. (στην) ~, τον εξορίζω. Είναι / βρίσκεται κάποιος (στην) ~. 2. (μτφ.) για πολύ απομακρυσμένο τόπο, στον οποίο κάποιος είναι υποχρεωμένος να ζει: Yπάλληλος που ζει / που τον έστειλαν στην ~. ΦΡ η ~ του Aδάμ, για πολύ απομακρυσμένο και συνήθ. έρημο τόπο.

[λόγ. < ελνστ. ἐξορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες