Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξονυχίζω
1 εγγραφή
εξονυχίζω [eksonixízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) εξετάζω κτ. λεπτομερώς, σε βάθος και πολύ προσεκτικά.

[λόγ. < ελνστ. ἐξονυχίζω `δοκιμάζω με το νύχι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες