Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξομολόγος
1 item total
εξομολόγος ο [eksomolóγos] Ο18 : κληρικός που έχει επίσημη εντολή να τελεί το μυστήριο της εξομολόγησης· πνευματικός.

[λόγ. εξομο(λογώ) -λόγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go