Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξομολογούμαι
1 εγγραφή
εξομολογώ [eksomoloγó] -ούμαι Ρ10.9 & (προφ.) -ιέμαι Ρ10.1β : 1α.(για κληρικό) ακούω την αποκάλυψη των αμαρτημάτων ενός πιστού, την εξομολόγησή του: Φώναξαν τον παπά για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τον ετοιμοθάνατο άνθρωπο. β. (παθ. για χριστιανό) λέω τα αμαρτήματά μου σε κληρικό (πνευματικό), για να ζητήσω άφεση: Οι μελλοθάνατοι κομμουνιστές αρνήθηκαν να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν. Εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, τις αναφέρω κατά την εξομολόγηση. Aμαρτία εξομολογημένη, μισή συγχωρεμένη. 2α. (οικ.) υποβάλλω κπ. σε άτυπη ανάκριση προσπαθώντας να μάθω από αυτόν κτ., να τον υποχρεώσω να μου φανερώσει ορισμένο μυστικό: Tον είχε σε μια γωνιά και τον εξομολογούσε. β. (παθ.) φανερώνω σε κπ. τις σκέψεις μου: Ο άρρωστος δέχτηκε να εξομολογηθεί στο γιατρό του. Tης εξομολογήθηκε τον έρωτά του.

[λόγ. < ελνστ. ἐξομολογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες