Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εξοικείωση η [eksikíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξοικειώνω: ~ με το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον / με μια ξένη γλώσσα.
[λόγ. εξοικειω- (δες εξοικειώνω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἐξοικείωσις `χειραφέτηση΄)]



