Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξισλαμίζω
1 item total
εξισλαμίζω [eksislamízo] -ομαι Ρ2.1 : προσηλυτίζω κπ. στο μουσουλμανισμό: Εξισλαμισμένοι Έλληνες. ~ μια χώρα / μια περιοχή, προσηλυτίζω στο μουσουλμανισμό τους κατοίκους της: Οι Άραβες πολύ σύντομα κατέκτησαν και εξισλάμισαν ολόκληρη τη βόρεια Aφρική.

[λόγ. εξ- Ισλάμ -ίζω κατά το εξελληνίζω μτφρδ. γαλλ. islamiser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go