Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξιλασμός
1 item total
εξιλασμός ο [eksilazmós] Ο17 : (λόγ.) εξιλέωση. α. εξευμενισμός κάποιου που είναι εχθρικά διατεθειμένος απέναντί μου λόγω ορισμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς μου. β. συγχώρεση για ορισμένη ενέργεια ή συμπεριφορά. || Hμέρα εξιλασμού, θρησκευτική γιορτή των Εβραίων.

[λόγ. < ελνστ. ἐξιλασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go