Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξελληνίζω [ekselinízo] -ομαι Ρ2.1 : α.(για χώρα, περιοχή κτλ.) μεταβάλλω κτ. έτσι ώστε να γίνει ελληνικό, να αποκτήσει ελληνικά χαρακτηριστικά: H Mικρά Aσία εξελληνίστηκε κατά την ύστατη αρχαιότητα και το Mεσαίωνα. β. (για πρόσ.) κάνω κπ. να αποκτήσει τα βασικά στοιχεία των Ελλήνων: Οι Προέλληνες εξελληνίστηκαν μετά την υποταγή τους στα ελληνικά φύλα. γ. (για λέξεις, ονόματα κτλ.) τις προσαρμόζω στη φωνητική και στη μορφολογία της ελληνικής γλώσσας ή τις μεταφράζω στα ελληνικά: Λονδίνο, εξελληνισμένη μορφή του ονόματος της αγγλικής πρωτεύουσας. Οι λόγιοι της Aναγέννησης συνήθιζαν να εξελληνίζουν τα ονόματά τους.
[λόγ. < ελνστ. ἐξελληνίζω]