Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξασφάλιση
1 εγγραφή
εξασφάλιση η [eksasfálisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξασφαλίζω. 1. προφύλαξη από ενδεχόμενο κίνδυνο να χαθεί κτ., να πάθει ζημιά κτλ.: Συνιστάται η ~ των χρημάτων με αγορά ακινήτων. 2α. απόκτηση ενός πράγματος, αγαθού κτλ. με τρόπο ώστε να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση κάποιου: ~ τροφής και στέγης. || εξοικονόμηση: H ~ των πόρων. β. πραγματοποίηση ενός επιθυμητού αποτελέσματος με τις απαραίτητες ενέργειες: Όλοι αγωνίζονται για την ~ μιας θέσης στο δημόσιο.

[λόγ. εξασφαλι- (εξασφαλίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες