Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξασθένιση η [eksasθénisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εξασθενίζω: H ~ ενός ήχου / μιας ακτινοβολίας / της θύελλας. Σωματική / πνευματική ~ του ανθρώπου. || Οικονομική / στρατιωτική ~ ενός κράτους.
[λόγ. εξασθενι- (εξασθενίζω) -σις > -ση]