Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαθλιώνω
1 εγγραφή
εξαθλιώνω [eksaθlióno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ εξαθλίωση: Άναρχη οικονομική ανάπτυξη που, αντί να βελτιώνει, εξαθλιώνει τους όρους της ανθρώπινης διαβίωσης. Οι δουλοπάροικοι, εξαθλιωμένοι καθώς ήταν, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στη καταπίεση που υφίσταντο από τους φεουδάρχες.

[λόγ. εξ- άθλι(ος) -ώ > -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες