Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξέδρα
1 εγγραφή
εξέδρα η [ekséδra] Ο25 : 1α.κατασκευή επίπεδη και υπερυψωμένη, έτσι ώστε εκείνοι που στέκονται επάνω της να βλέπουν ή να φαίνονται καλύτερα: Οι επίσημοι παρακολούθησαν την παρέλαση από ειδική ~. Έστησαν μια πρόχειρη ξύλινη ~ για τους οργανοπαίκτες. β. κάθε άλλη κατασκευή, ιδίως εξάρτημα κτιρίου, με αντίστοιχο προορισμό: ~ γηπέδου / σταδίου, οι κερκίδες και ιδίως ορισμένες με ειδική κατασκευή και για ειδική χρήση. 2. (τεχνολ.) υπερυψωμένη κατασκευή με τεχνολογικό εξοπλισμό κατάλληλο για ορισμένη εργασία: Πλωτή ~ για άντληση πετρελαίου. Ειδική ~ για εκτόξευση του διαστημοπλοίου. || ~ καταδύσεων.

[λόγ. < αρχ. ἐξέδρα `ταράτσα σκεπαστή με καθίσματα΄, ελνστ. για τμήμα θεάτρου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες