Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντός
2 εγγραφές [1 - 2]
εντός [endós] επίρρ. : (λόγ.) μέσα, κυρίως σε θέση πρόθεσης, με γενική. ANT εκτός, έξω από. α. (τοπ.) μέσα σε ορισμένη περιοχή, τόπο, πραγματικό ή νοητό: ~ των ορίων. ~ πλαισίου. ~ των ορίων του νομού. ΦΡ ~ των τειχών*. || (γεωμ.) γωνίες ~, που σχηματίζονται μεταξύ δύο παράλληλων ευθειών που τέμνονται από τρίτη. ΦΡ ~, εκτός* και επί τα αυτά. β. (χρον.) κατά τη διάρκεια και πριν να λήξει ορισμένο χρονικό διάστημα: ~ δύο λεπτών. ~ της ημέρας. ~ μίας εβδομάδας. ~ προθεσμίας. || (έκφρ.) ~ ολίγου*. ~ μου, μέσα μου.

[λόγ. < αρχ. ἐντός]

εντόσθια τα [endósθia] Ο40 : τα όργανα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή και θωρακική κοιλότητα ζώου, κυρίως σφαγίου· (πρβ. σπλάχνα, σωθικά).

[λόγ. < αρχ. ἐντόσθια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες