Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενσαρκώνω
1 εγγραφή
ενσαρκώνω [ensarkóno] -ομαι Ρ1 : 1.δίνω σε κτ. άυλο (ιδέα, ιδιότητα κτλ.) υλική υπόσταση ή μορφή, το εμφανίζω ως κτ. υλικό, απτό: Οι πίνακές του ενσαρκώνουν το πνεύμα της αντίστασης. || (για πρόσ.) είμαι η υλική, η σωματική έκφραση μιας ιδέας, ιδιότητας κτλ.: Ενσαρκώνει τις ελπίδες του λαού. || (παθ.): Στο πρόσωπό του ενσαρκώνεται η ιδέα της αρετής, εκφράζεται. 2. (θεολ., παθ.) αποκτώ σωματική, ανθρώπινη υπόσταση· ενανθρωπίζομαι: Ο Yιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων.

[λόγ. < ελνστ. ἔνσαρκ(ος) `που έχει σάρκα΄ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. incarner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες