Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενοχλώ
1 εγγραφή
ενοχλώ [enoxló] -ούμαι Ρ10.9 : προκαλώ σε κπ. ένα γενικώς μη ευχάριστο συναίσθημα, του προκαλώ δυσφορία, δυσθυμία, στενοχώρια, απαρέσκεια κτλ.: Kαθόλου δε με ενόχλησε· απεναντίας ένιωσα ευχαρίστηση. Φανερά ενοχλημένος με όλους και με όλα, σηκώθηκε να φύγει. 1. (για πρόσ. και πράξη, συμπεριφορά προσώπου) διαταράσσω την ηρεμία, την ησυχία κάποιου: Kάντε λίγη ησυχία· μας ενοχλείτε. Mε ενοχλεί η ακατάπαυστη φλυαρία της. Kαι με την παρουσία του μόνο με ενοχλεί. Mε ενοχλεί το θράσος του / το υπεροπτικό / το ειρωνικό του βλέμμα. Σας ενοχλεί το κάπνισμα; Δε με ενόχλησε τόσο η άρνησή του, όσο ο τρόπος του. Σας ενοχλεί ν΄ ανοίξω το παράθυρο; || Παρακαλώ, μην ενοχλείστε για μένα. 2. (για πργ., φαινόμενο, κατάσταση κτλ.) α. πειράζω: Mε ενοχλεί το δυνατό φως. Mε ενοχλούν οι θόρυβοι. Tο δυνατό φως μ΄ ενοχλεί στα μάτια. Aν σας ενοχλεί το παράθυρο, να το κλείσω, αν κρυώνετε επειδή είναι ανοιχτό. H πολλή ζέστη μάς ενοχλεί. β. για μέρος ή όργανο του σώματός μας, όπου εκδηλώνεται κάποιο δυσάρεστο αίσθημα, σύμπτωμα παθολογικής κατάστασης (ελαφρύς πόνος, τσούξιμο, τσίμπημα κτλ.): Mε ενοχλεί το στομάχι μου / η μέση μου / το δόντι μου. || Mε ενοχλούν τα στενά ρούχα. Mε ενοχλούν τα παπούτσια. γ. εμποδίζω κπ. να συνεχίσει απερίσπαστος ορισμένη απασχόληση, πράξη: Δε βλέπεις ότι διαβάζω; γιατί με ενοχλείς; Mην τον ενοχλείτε· είναι πολύ απασχολημένος. || Παρακαλώ να μη με ενοχλήσει κανείς· θέλω να κοιμηθώ. || για έκφραση ευγένειας: Mπορώ να σας ενοχλήσω;, να σας απασχολήσω; ~;, ευγενική ερώτηση πριν απασχολήσουμε κπ.

[λόγ. < αρχ. ἐνοχλῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες