Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενισχύω
1 εγγραφή
ενισχύω [enisxío] -ομαι Ρ9 : 1α.κάνω να γίνει κτ. περισσότερο ισχυρό, δυνατό, ανθεκτικό, έντονο κτλ.· αυξάνω σε κτ. την ισχύ, τη δύναμη, την ένταση, την αντοχή κτλ.· (πρβ. ενδυναμώνω, ισχυροποιώ). ANT αποδυναμώνω, εξασθενίζω: Ενίσχυσε τη φρουρά της πόλης με άντρες και πολεμοφόδια. ~ τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. ~ τη φρουρά. ~ την αμυντική ικανότητα της χώρας. H μαρτυρία του ενίσχυσε το κατηγορητήριο. ~ μια άποψη / μια τάση. || Ενισχυμένο σκυρόδεμα, οπλισμένο. || Ενισχυμένη αναλογική, είδος εκλογικού συστήματος. β. αυξάνω, μεγαλώνω κτ.: ~ το κύρος / τη θέση κάποιου. Ενισχύθηκε η διαπραγματευτική δύναμη της χώρας. H εκλογική δύναμη της αντιπολίτευσης παρουσιάζεται ελαφρώς ενισχυμένη στις αγροτικές περιφέρειες. 2. δίνω βοήθεια υλική ή ηθική: ~ μια προσπάθεια / έναν αγώνα. Mας ενισχύουν οικονομικά / χρηματικά.

[λόγ. < αρχ. ἐνισχύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες