Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενηλικος
1 εγγραφή
ενήλικος -η -ο [enílikos] Ε5 : ANT ανήλικος. 1. (για άνθρ.) α. που έχει περάσει τη φάση της σωματικής και διανοητικής ανάπτυξής του, που έχει μπει στην ηλικία της ωριμότητας και θεωρείται ότι είναι ικανός να ρυθμίζει μόνος του τη ζωή του. β. (νομ.) που έχει συμπληρώσει την προβλεπόμενη από το νόμο ηλικία και γι΄ αυτό είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία ή είναι ικανός να αποκτά δικαιώματα και να υποβάλλεται σε υποχρεώσεις: Ενήλικο άτομο. Ενήλικα τέκνα. Ενήλικες θυγατέρες. Ενήλικοι γιοι / κληρονόμοι. Kατά τον Aστικό Kώδικα, ενήλικοι είναι όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. || (ως ουσ.) ο ενήλικος, θηλ. ενήλικη: Εκπαίδευση ενηλίκων. 2. (βιολ.) για κάθε ζωντανό οργανισμό που έχει φτάσει στην πλήρη ανάπτυξή του (σύμφωνα με ένα κριτήριο που διαφέρει, ανάλογα με το είδος του οργανισμού και ανάλογα με τις επιστημονικές απόψεις): Συνήθως αναγνωρίζεται ένα άτομο ως ενήλικο, όταν έχει την ικανότητα να αναπαραχθεί.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐνήλικος· 2: σημδ. γαλλ. adulte]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες