Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενηλικίωση η [enilikíosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ενηλικιώνομαι. α. (και νομ., για πρόσ.) η μετάβαση από την ηλικία του ανήλικου στην ηλικία του ενήλικου: Kατά την ισχύουσα νομοθεσία όριο ενηλικίωσης είναι η συμπλήρωση του 18ου έτους. H πατρική εξουσία παύει με την ~ του τέκνου. β. (βιολ.) η ολοκλήρωση της ανάπτυξης ενός ζωντανού οργανισμού: H ~ συνδέεται πολύ συχνά με την ικανότητα αναπαραγωγής. γ. (μτφ.) η μετάβαση από μια φάση ανωριμότητας στη φάση της ωριμότητας: H ~ του συνδικαλιστικού κινήματος.
[λόγ. ενηλικιω- (δες ενηλικιώνομαι) -σις > -ση]