Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενδυμασία η [enδimasía] Ο25 : το σύνολο των εξωτερικών κυρίως ενδυμάτων τα οποία φοράει κάποιος· (πρβ. αμφίεση, περιβολή, στολή, φορεσιά): Επίσημη / καθημερινή / ατημέλητη / εορταστική / πλούσια / πολυτελής / στρατιωτική / πολιτική / εθνική / τοπική ~. ~ περιπάτου / χορού.
[λόγ. ενδυμα(τ)- (δες ένδυμα) -σία απόδ. γαλλ. habillement (πρβ. μσν. εντυμασιά `ρούχα΄)]



