Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενέχυρο το [enéxiro] Ο42 : (και νομ.) το πράγμα αξίας το οποίο παραδίδει ο δανειζόμενος στο δανειστή του για ασφάλεια του δανείου· (πρβ. αμανάτι): Δίνω / αφήνω / βάζω (κτ. ως / για) ~. Έβαλε ~ το δαχτυλίδι του. Δάνειο / δανεισμός με ~.
[λόγ. < αρχ. ἐνέχυρον]
- ενεχυροδανειστήριο το [enexiroδanistírio] Ο40 : ίδρυμα που χορηγεί δάνεια τα οποία ασφαλίζονται με ενέχυρο: Δημόσιο ~.
[λόγ. ενέχυρ(ον) -ο- + δανειστήριον]
- ενεχυροδανειστής ο [enexiroδanistís] Ο7 θηλ. ενεχυροδανείστρια [enexiroδanístria] Ο27 : αυτός που κατ΄ επάγγελμα δανείζει χρήματα με ενέχυρο.
[λόγ. ενέχυρ(ον) -ο- + δανειστής· λόγ. ενεχυροδανεισ(τής) -τρια]
- ενεχυροδανειστικός -ή -ό [enexiroδanistikós] Ε1 : που ανήκει στον ενεχυροδανειστή: Ενεχυροδανειστικό γραφείο· (πρβ. ενεχυροδανειστήριο).
[λόγ. ενεχυροδανειστ(ής) -ικός]



