Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εμφωλεύω [emfolévo] Ρ5.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ., συνήθ, για κακό) υπάρχω, κρύβομαι βαθιά μέσα σε κτ.· (πρβ. φωλιάζω): Στην ψυχή του εμφωλεύει το μίσος.
[λόγ. < ελνστ. ἐμφωλεύω]



