Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμφράσσω
1 εγγραφή
εμφράσσω [emfráso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. ενέφραξα, απαρέμφ. εμφράξει : (λόγ.) φράσσω δίοδο ή οπή· φράζω, βουλώνω.

[λόγ. < αρχ. ἐμφράσσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες