Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπορεύομαι
1 εγγραφή
εμπορεύομαι [emborévome] Ρ5.1β μπε. εμπορευόμενος* : 1.ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου. 2. ασχολούμαι επαγγελματικά με το εμπόριο ορισμένου προϊόντος, αγοράζω ένα προϊόν και κατόπιν το πουλώ, για να κερδίσω: ~ υφάσματα / πολύτιμους λίθους / ξυλεία / λάδι. 3. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι κτ. που έχει ηθική αξία, για να αποκομίσω χρηματικό όφελος: Εμπορεύεται την επιστήμη.

[λόγ. < αρχ. ἐμπορεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες