Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμβρυωρός ο [emvriorós] Ο17 : (νομ.) το πρόσωπο στο οποίο μια δικαστική αρχή αναθέτει τη φροντίδα για την προστασία της ζωής και των περιουσιακών συμφερόντων ενός κυοφορούμενου από γυναίκα χήρα ή διαζευγμένη: Ο θεσμός του εμβρυωρού, δημιούργημα του Ρωμαϊκού Δικαίου, καταργήθηκε και τυπικά με τον εκσυγχρονισμό του Aστικού Kώδικα το 1983.
[λόγ. έμβρυ(ον) + -ωρός κατά το θυρωρός]