Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελπιδοφόρος
1 εγγραφή
ελπιδοφόρος -α -ο [elpiδofóros] Ε4 : που φέρνει, εμπνέει ελπίδα: Ελπιδοφόρο μήνυμα / άγγελμα. Ελπιδοφόρες ειδήσεις / προσπάθειες. || ~ νέος, που έχει ελπίδες, φέρελπις.

[λόγ. < ελνστ. ἐλπιδοφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες