Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ελλειμματικός -ή -ό [elimatikós] Ε1 : (οικον.) για λογιστικό λογαριασμό που έχει, που παρουσιάζει έλλειμμα. ANT πλεονασματικός: ~ προϋπολογισμός. Ο ~ δημόσιος τομέας. Ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.
[λόγ. ελλειμματ- (έλλειμμα) -ικός]



