Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελλέβορος ο [elévoros] Ο20 : πολυετές και δηλητηριώδες χόρτο που η λαϊκή ιατρική το χρησιμοποιούσε για τις φαρμακευτικές, θεραπευτικές και πραϋντικές ιδιότητές του κατά της παραφροσύνης.
[λόγ. < αρχ. ἑλλέβορος]



