Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έλκω [élko] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.σέρνω, τραβώ κτ. (προς το μέρος μου ή πίσω μου και προς την κατεύθυνση προς την οποία κινούμαι). ANT ωθώ, απωθώ, σπρώχνω: H μηχανή έλκει το όχημα, το τραβάει, το σέρνει πίσω της, το ρυμουλκεί. || «Έλξατε», επιγραφή σε εισόδους που ειδοποιεί για το πώς ανοίγει η πόρτα. || (λόγ. έκφρ.) ~ την καταγωγή, κατάγομαι: Έλκει την καταγωγή από παλαιά βασιλική οικογένεια. 2. (φυσ.) ασκώ έλξη: Tα ομώνυμα ηλεκτρικά φορτία απωθούνται ενώ τα ετερώνυμα έλκονται. Ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο. 3. (μτφ.) ελκύωβ.
[λόγ. < αρχ. ἕλκω `τραβώ, προσελκύω΄]
- ελκώδης -ης -ες [elkóδis] Ε11 : (ιατρ.) όμοιος με έλκος ή γεμάτος έλκη.
[λόγ. < αρχ. ἑλκώδης]
- έλκωμα το [élkoma] Ο49 : (ιατρ.) τραύμα που έγινε έλκος.
[λόγ. < ελνστ. ἕλκωμα, αρχ. σημ.: `πληγή΄]
- έλκωση η [élkosi] Ο33 : σχηματισμός έλκους ή ελκών.
[λόγ. < αρχ. ἕλ κω(σις) -ση]