Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελευθεριότητα
1 εγγραφή
ελευθεριότητα η [elefθeriótita] Ο28 : η έλλειψη προσήλωσης σε κανόνες ηθικής και η ροπή προς την ηδονή ή την ακολασία: H ~ των ηθών.

[λόγ. < αρχ. ἐλευθεριότης, αιτ. -ητα `γενναιοδωρία΄ κατά τη σημ. της λ. ελευθέριος1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες