Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαιώνας
1 εγγραφή
ελαιώνας ο [eleónas] Ο2 : έκταση γης φυτεμένη με ελιές.

[λόγ. < ελνστ. ἐλαιών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες