Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαιόλαδο το [eleólaδo] Ο42 : το λάδι από καρπό ελιάς· λάδι ελιάς· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς άλλα έλαια, όπως αραβοσιτέλαιο, ηλιέλαιο κτλ.): Παραγωγή ελαιόλαδου. Aύξηση της τιμής του ελαιολάδου. Παρθένο ~, που παράγεται από την πρώτη μηχανική πίεση του ελαιοκάρπου, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία.
[λόγ. < μσν. ελαιόλαδον < ελαιο- 1 + λάδ(ι) -ον]