Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκχερσώνω
1 εγγραφή
εκχερσώνω [ekxersóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) μεταβάλλω χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη· ξεχερσώνω: Εκχερσωμένες εκτάσεις.

[λόγ. εκ- χέρσ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. του νεοελλ. ξεχερσώνω (πρβ. μσν. εκχερσώ (ίδ. ετυμ.) `κάνω τελείως χέρσο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες