Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκφύλιση
1 item total
εκφύλιση η [ekfílisi] Ο33 : (ιατρ.) αλλοίωση της φυσιολογικής σύστασης κυττάρων ή ιστών και απώλεια των λειτουργικών ιδιοτήτων τους: ~ ενός ιστού / ενός οργάνου του σώματος. Σημεία εκφύλισης των οστών.

[λόγ. εκφυλι- (εκφυλίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go