Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτυπωτής
1 εγγραφή
εκτυπωτής ο [ektipotís] Ο7 : I1. (πληροφ.) ηλεκτρονικό μηχάνημα το οποίο τυπώνει σε χαρτί ένα αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή: ~ ακίδων / λέιζερ / με υψηλή ανάλυση. Φορητός ~. 2. (γενικότ.) συσκευή που μπορεί να τυπώσει κτ.: ~ φωτογραφικού φιλμ. II. (τυπ.) τεχνίτης που χειρίζεται τυπωτική μηχανή· τυπωτής.

[λόγ. εκτυπω- (δες εκτυπώνω) -τής μτφρδ. αγγλ. printer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες