Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκτοτε [éktote] επίρρ. χρον. : (λόγ.) από εκείνη τη χρονική στιγμή κατά την οποία έγινε ό,τι μόλις αναφέρθηκε, και έπειτα· από τότε: Tον συνάντησα την περασμένη Δευτέρα, ~ όμως δεν είχα κανένα νέο του. Tελευταία φορά τον θυμάμαι στο Παρίσι· ~ αγνοείται η τύχη του.
[λόγ. < ελνστ. ἔκτοτε]