Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκρηκτικός
1 εγγραφή
εκρηκτικός -ή -ό [ekriktikós] Ε1 : 1.(για πργ.) α. που μπορεί να εκρήγνυται ή να προκαλεί έκρηξη: Εκρηκτικές ουσίες / ύλες. Εκρηκτικό μείγμα. ~ μηχανισμός. || (ως ουσ.) τα εκρηκτικά, υλικά που προκαλούν έκρηξη. β. που αφορά το φαινόμενο της έκρηξης: Εκρηκτικό κύμα. Εκρηκτική δύναμη. Εκρηκτικά φαινόμενα. 2. (μτφ.) α. που εκδηλώνεται με τρόπο αιφνίδιο, βίαιο κτλ.: Εκρηκτικά γεγονότα. Εκρηκτικές εξελίξεις / αλλαγές, αιφνίδιες, ταχύτατες και πολύ μεγάλες. β. που προμηνύει βίαια, εκρηκτικά γεγονότα: Εκρηκτική κατάσταση / ατμόσφαιρα. Εκρηκτικό κλίμα. γ. (για ιδιότητες κτλ. προσώπων) πληθωρικός: Εκρηκτικό ταλέντο. Εκρηκτική ομορφιά.

[λόγ. εκρηκ- (εκρήγνυμαι) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες