Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπόρευση
1 εγγραφή
εκπόρευση η [ekpórefsi] Ο33 : (λόγ.) προέλευση. || (θεολ.) για το Άγιο Πνεύμα: H ~ του Aγίου Πνεύματος, από τον Πατέρα κατά το ανατολικό δόγμα ή από τον Πατέρα και τον Yιό κατά το δυτικό.

[λόγ. < ελνστ. ἐκπόρευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες