Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκδοτικός -ή -ό [ekδotikós] Ε1 : 1. που έχει ως αντικείμενό του την έκδοση (συγγραφών, βιβλίων κτλ.): Εκδοτική εργασία / δουλειά. Εκδοτικά έξοδα / κέρδη. Εκδοτικοί κανόνες. ~ οίκος / οργανισμός / μηχανισμός. Εκδοτική επιχείρηση / υπηρεσία / εταιρεία. || Εκδοτικά δικαιώματα, το δικαίωμα συγγραφέα ή εκδότη να εκτυπώνει και να εκμεταλλεύεται εμπορικά ένα έργο κατ΄ αποκλειστικότητα· αποκλειστικότητα, κοπιράιτ. 2. (ειδ.) Εκδοτική τράπεζα, που έχει το κρατικό προνόμιο να εκδίδει νόμισμα.
[λόγ. εκδότ(ης) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἐκδοτικός `συμφωνημένος΄)]